- φρονούντως
- Αεπίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονούντως — wisely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)